διακοντίζομαι
English (LSJ)
Att. fut. -ιοῦμαι, contend with others at throwing the javelin, X.Cyr.1.4.4; τινί Thphr. Char.27.13; simply, hurl darts, J.BJ4.3.12, 5.7.3.
French (Bailly abrégé)
1 s'exercer à la lutte au javelot;
2 combattre avec le javelot.
Étymologie: διά, ἀκοντίζω.
Greek Monotonic
διᾰκοντίζομαι: Μέσ., διαγωνίζομαι με άλλους στη ρίψη ακοντίου, διαγωνίζομαι στον ακοντισμό, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακοντίζομαι [διά, ἀκοντίζω] wedijveren in speerwerpen.
Russian (Dvoretsky)
διᾰκοντίζομαι: состязаться в метании копий Xen.