λιπήμερος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
German (Pape)
[Seite 51] Erkl. von ἀλιτήμερος bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπήμερος: ον,= ἀλιτήμερος, Ἡσύχ.