ἀλιτήμερος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ἀλιτήμερον, missing the right day, untimely born, like ἠλιτόμηνος, cj. Guyet in Hes.Sc.91 (for ἀλιτήμενον), cf. EM428.10.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτήμερος) -ον
nacido antes de tiempo, prematuro μὴ τυφλὰ κἀλιτήμερα ... τέκω Archil.300.26, cf. EM 428.10G.
German (Pape)
[Seite 99] vertheidigt, was den Tag verfehlend, zu früh geboren, heißen soll; vgl. ἠλιτόμηνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτήμερος: -ον, ὁ ἀπατηθεὶς περὶ τὴν ἡμέραν, προώρως γεννηθείς, ὡς τὸ ἠλιτόμηνος, Ἡσ. Ἀσπ. 91 (κατ’ εἰκασ. τοῦ Guieti ἀντὶ ἀλιτήμενον)· «ἠλιτόμηνος καὶ ἀλιτήμερος· σημαίνει δὲ τὸν ἑπταμηνιαῖον γεννηθέντα παῖδα», Ἐτυμ. Μ. 428. 10.
Greek Monolingual
ἀλιτήμερος, -ον (Α)
αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- του αορ. β΄ ἤλιτον του ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέρα
ο σχηματισμός του επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος].