λαικαστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A wencher, Ar.Ach.79:—fem. λαικ-άστρια, strumpet, ib.529, 537, Pherecr. 149, Men.Pk.235:—also λαικ-άς, άδος, Aristaenet.2.16 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 6] ὁ, der Hurer, Ar. Ach. 79.
Greek (Liddell-Scott)
λαικαστής: -οῦ, ὁ, πόρνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 79· - θηλ. λαικάστρια, πόρνη, αἰσχρὰ γυνή, αὐτόθι 529, 537, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 8· - ὡσαύτως λαικάς, άδος, Ἀρισταίν. 2. 16.