πολυτράχηλος

Revision as of 11:50, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, with large or stubborn neck, Heraclit.All.17 codd. (misquoting Pl.Phdr.253d).

German (Pape)

[Seite 675] mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
εκκλ. (για τη σχισματική ομάδα τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τράχηλος.