ἐναμάρτητος

From LSJ
Revision as of 09:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

German (Pape)

[Seite 826] dem Irren ausgesetzt, sündhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰμάρτητος: ον (ἁμαρτάνω) ὁ ὑποκείμενος εἰς ἁμαρτίαν, ἔκπτωτος, Ἰσίδ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 194, σ. 57.