δωριακός
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
[Seite 695] Orac. bei Thuc. 2, 52, = δωρικός.
-ή, -όν
βλ. δωρικός.