ἀντίψυχος

Revision as of 14:42, 14 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀντίψυχον,
A given for life, Luc.Lex.10.
2 ἀντίψυχος ἀποθανεῖν = giving one's own life for another's, D.C.59.8.
3 name for οἱ Μέμνονος ὄρνιθες, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 de rescate χρήματα ἀντίψυχα Luc.Lex.10
subst. τὸ ἀντίψυχον = rescate ἀντίψυχον αὐτῶν λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν LXX 4Ma.6.29, cf. Ign.Eph.21.1, τὰ ἀντίψυχα rescate Hsch.s.u. περίψημα.
2 que da la vida por otro D.C.59.8.3.
3 ἀντίψυχοι n. de los pájaros memnones, animal fabuloso, Hsch., v. s.u. Μέμνων.

German (Pape)

[Seite 264] (ψυχή), statt des Lebens, für das Leben gegeben, Luc. Lexiph. 10.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίψῡχος: даваемый для спасения жизни (χρήματα ἀντίψυχα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἀντὶ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῆς ζωῆς, διδόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀντ. εἶναί τινος Ἰγνάτ. Ἐφεσ. 21, Σμυρν. 10 κ. ἀλλ. 2) ἀντίψυχοί οἱ ἀποθανεῖν ἐθελήσαντες, θελήσαντες ν’ ἀποθάνωσιν ἀντ’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 59. 8.

Greek Monolingual

ἀντίψυχος, -ον (Α)
αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα της ζωής.