estreñido
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Spanish > Greek
ἀτέραμνος, βεβαλανωμένος, δυσκοίλιος, στεγνοκοίλιος, στεγνός
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ἀτέραμνος, βεβαλανωμένος, δυσκοίλιος, στεγνοκοίλιος, στεγνός