μεσόστυλον
Greek (Liddell-Scott)
μεσόστῡλον: -ον, τὸ μεταξὺ στύλων διάστημα, Λατ. intercolumnium, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 37, Ἡσύχ.· οὕτω μεσοστύλιον, Ἀγαθαρχίδ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 59· ― ἐν τῷ πληθ., τὰ μεταξὺ τῶν στύλων παραπήγματα ἢ κινητοὶ οἰκίσκοι, Βασιλικ. 56. 10, 4., 58. 11, 11, κλ.
German (Pape)
[Seite 140] τό, = μεσοστύλιον, Sp.