waard
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
Dutch > Greek
ἀπαντητής, κάπηλος, ξεινοδόκος, ξενηδόκος, ξενοδόκος, ξενοδόχος, πανδοκεύς, πανδοκεύτρια, πανδοχεύς