φιλέλαιος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

German (Pape)

[Seite 1275] den Oelbaum liebend, zw., stand früher Anth. VII, 199.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τις ελιές, που του αρέσουν πολύ οι ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. καλλι-έλαιος].