Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἀκρῷα, ἔγκατα, ἔνδινα, ἐνδοσθίδια, ἐξαιρέσεις, ἐγκοίλια, ἐντοσθίδια, ἐντόσθια, σπλάγχνα, ἔντερα, γυῖον