ἀνύποιστος
English (LSJ)
ον,
A insupportable, Timae.60, D.H.7.15, J.AJ19.2.2, Eus.Mynd.54; irresistible, φάλαγξ Ascl.Tact.5.1. Adv. -τως Poll.3.130. II Act., impatient, Ptol.Tetr.159.
German (Pape)
[Seite 266] unerträglich, Dion. Hal., z. B. μανία 7, 15; Ath. XII, 519 f. – Adv., Poll. 3, 130.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύποιστος: -ον, ἀφόρητος, Τίμ. παρ’ Ἀθ. 509F, Διον. Ἁλ. 7. 15. -Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄ 130. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -οιστότης, ἡ, Γλωσσ.