ἀνύποιστος
English (LSJ)
ἀνύποιστον,
A insupportable, Timae.60, D.H.7.15, J.AJ19.2.2, Eus.Mynd.54; irresistible, φάλαγξ Ascl.Tact.5.1. Adv. ἀνυποίστως Poll.3.130.
II Act., impatient, Ptol.Tetr.159.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. insoportable καῦμα Timae.50, βαρύτης I.AI 19.175, τιμωρίαι Eus.Mynd.54, ἀδικήματα PLond.1677.20 (VI d.C.)
•subst. τὸ ἀ. lo insoportable τοῦ ἔργου M.Ant.8.36.
2 irresistible φάλαγξ Ascl.Tact.5.1
•fig. μέγεθος (τοῦ Χριστοῦ) Gr.Nyss.Ar.et Sab.73.12.
3 de pers. impaciente ὁ μὲν οὖν τοῦ Κρόνου ἀστὴρ ... ποιεῖ ... ἀνυποίστους Ptol.Tetr.3.14.14.
II adv. -ως insoportablemente Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 266] unerträglich, Dion. Hal., z. B. μανία 7, 15; Ath. XII, 519 f. – Adv., Poll. 3, 130.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύποιστος: -ον, ἀφόρητος, Τίμ. παρ’ Ἀθ. 509F, Διον. Ἁλ. 7. 15. -Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄ 130. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -οιστότης, ἡ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἀνύποιστος, -ον (Α)
αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υποιστός (< υποφέρω) «υποφερτός, ανεκτός»].