ἐκβομβέω
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
A thunder forth, Poll.1.118.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβομβέω: περιηχῶ, ἐκβοῶ, Ἰω. Δαμ. Ἐπιστ. εἰς Θεοφ. σ. 126, Πολυδ. Α΄, 118.