παραμπυκίζω

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A bind with a headband, κόμαν χερί Ar.Lys.1316, in Lacon. form παραμπυκίδδω :—Pass., have one's hair so bound, Eust. 1280.58.

German (Pape)

[Seite 490] die Haare mit einer Hauptbinde umgeben, aufbinden, VLL.; bei Ar. Lys. 1316 in dor. Form παραμπύκιδδε.

Greek Monolingual

ΜΑ, λακων. τ. παραμπυκίδδω Α
μσν.
παθ. παραμπυκίζομαι
έχω δεμένα τα μαλλιά μου με παραμπύκιον
αρχ.
δένω τα μαλλιά μου με παραμπύκιον, αναδένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμπυξ, -υκος «διάδημα» + κατάλ. -ίζω].