χρηστολογία

Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A fair speaking, in bad sense, Ep.Rom.16.18.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Rede eines guten Menschen, gute, edle Sprache, Ggstz des Handelns, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστολογία: ἡ, καλὴ ὁμιλία, τὸ χρηστὰ λέγειν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, δηλ. λέγειν χρηστοὺς λόγους πρὸς ἀπάτην, διὰ χρηστολογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 48, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. α΄ Ἐπιστ. σ. 106· - ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἐκκλ.