ζατρεφής

Revision as of 09:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (τρέφω) Ep. Adj.

   A well-fed, fat, goodly, ταύρων ζατρεφέων Il.7.223; Φώκας ζατρεφέας Od.4.451.

German (Pape)

[Seite 1136] ές, wohlgenährt, stark, fett, ταῦρος Il. 6, 223, φῶκαι Od. 4, 451, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ζατρεφής: -ές, (τρέφω) ἐπ. ἐπίθ., καλῶς τεθραμμένος, παχύς, ταύρων ζατρεφέων Ἰλ. Η. 223 φώκας ζατρεφέας Ὀδ. Δ. 451.