ζατρεφής
English (LSJ)
ζατρεφές, (τρέφω) Ep. Adj. well-fed, fat, goodly, ταύρων ζατρεφέων Il.7.223; Φώκας ζατρεφέας Od.4.451.
German (Pape)
[Seite 1136] ές, wohlgenährt, stark, fett, ταῦρος Il. 6, 223, φῶκαι Od. 4, 451, u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien nourri, robuste.
Étymologie: ζα-, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζατρεφής -ές [ζα-, τρέφω] van dieren weldoorvoed.
Russian (Dvoretsky)
ζατρεφής: упитанный, откормленный, тучный (ταῦρος, φώκη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ζατρεφής: -ές, (τρέφω) ἐπ. ἐπίθ., καλῶς τεθραμμένος, παχύς, ταύρων ζατρεφέων Ἰλ. Η. 223· φώκας ζατρεφέας Ὀδ. Δ. 451.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ζατρεφής, -ές (Α)
καλοθρεμμένος, παχύς («ταύρων ζατρεφέων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. αρτιτρεφής, πολυτρεφής].
Greek Monotonic
ζᾰτρεφής: -ές (τρέφω), καλοταϊσμένος, καλοθρεμμένος, παχουλός, ευτραφής, σε Όμηρ.