Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐρανία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

German (Pape)

[Seite 416] ἡ, ein Ballspiel, wobei man den Ball hoch in die Luft schlägt, Poll. 9, 106.

Greek Monolingual

η
εντομολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ουρανιίδες, μεγάλη και εξαιρετικής ομορφιάς πεταλούδα της Μαδαγασκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urania (< ουρανία < ουρανός)].