στρεψίμελος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

German (Pape)

[Seite 954] die Tonweisen umändernd, τὴν τέχνην, heißt Eur. beim Schol. Ar. Ran. 787.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαστρέφει τη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + μέλος.