χιονοβοσκός
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
German (Pape)
[Seite 1356] Schnee nährend, vom Schnee genährt, λειμών Aesch. Suppl. 554, wo man wohl richriger χιονόβοσκος accentuirt.
Greek (Liddell-Scott)
χιονοβοσκός: -όν, βόσκων χιόνα, δηλ. χιόνα περιβεβλημένος, λειμὼν Αἰσχύλ. Ἰκ. 560· πρβλ. χιονοθρέμμων· - ὁ Ἔρμανν. ἔγραψε χιονόβοσκος, ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ τρεφόμενος ὑπὸ τῶν χιόνων, πρβλ. Σχολιαστ. [ῑ ἐν ἄρσει].