πισσουργός

Revision as of 09:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of pitch, ibid.

German (Pape)

[Seite 619] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πισσουργός: Ἀττ. πιττ-, όν, (*ἔργω) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ ναυπηγός… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.