ον,
A conquering heaven, γαμετῶν οὐ. A.Supp.165 (lyr.).
[Seite 417] den Himmel besiegend, übertreffend, Aesch. Suppl. 156. 170, ἄτα.
οὐρᾰνόνῑκος: -ον, ὁ νικῶν τὸν οὐρανὸν, ἄτη οὐρ. = οὐράνιον ἄχος (ἴδε οὐράνιος ΙΙ. 2), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 165.