οὐράνιος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰ́νιος Medium diacritics: οὐράνιος Low diacritics: ουράνιος Capitals: ΟΥΡΑΝΙΟΣ
Transliteration A: ouránios Transliteration B: ouranios Transliteration C: ouranios Beta Code: ou)ra/nios

English (LSJ)

[ᾰ], οὐρανία, οὐράνιον, also οὐράνιος, οὐράνιον E.Ion715, Ph.1729 (both lyr.), Pl.Phdr.247a (v.l.), IG12(2).58b4 (Mytil.):—
A heavenly, dwelling in heaven, γέννα A.Pr.165 (lyr.); θεοί h.Cer.55, A.Ag.90 (anap.), E.HF 758 (lyr.), etc.; οὐράνιαι = the goddesses, Pi.P.2.38 codd.; οὐράνιοι = the gods, IG5(1).40 (Laconia); of special gods, Θέμις οὐρανία Pi.Fr.30.1; Ζεύς Hdt.6.56, Call.Jov.55, etc.; αἱ οὐ. θεοί, Demeter and Kore, IG12 (5).655.6 (Syros, nr. Delos); Ἥρα CIG7034; Ἔρως ib.3157; v. Οὐρανία.
2 generally, in heaven or of heaven, ἀστήρ Pi.P.3.75; πόλος A.Pr.429 (lyr.); οὐράνιον εἰ µὴ ληψόµεθα θεᾶς βρέτας = fallen from heaven, E.IT986; ἀστραπά S.OC1466 (lyr.); φῶς Id.Ant.944 (lyr.); νεφέλαι Ar.Nu.316; οὐράνια ὕδατα, i.e. rain, Pi.O.11(10).2, Gp.2.6.10; so τὰ οὐράνια alone, = rains, Thphr.HP4.14.8; οὐράνιος ἄχος, of a storm, S.Ant.418 (where it may be metaph., cf. infr. ΙΙ); οὐράνια σημεῖα X.Cyr.1.6.2; τὰ οὐράνια = the phenomena of the heavens, Id.Mem.1.1.11; οὐράνιά τε καὶ χθονοστιβῆ S.OT301.
II reaching to heaven, high as heaven, κίων, of Aetna, Pi.P.1.19; ἐλάτης οὐ. ἄκρος κλάδος E.Ba.1064; πήδημα Id.El.860 (lyr.); σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζειν, ῥίπτειν, kick up sky-high, Ar.V.1492, 1530; of sounds ὀμφὰν οὐρανίαν A.Supp.808 (lyr.), cf. Ar.Ra.781; ἵππον οὐράνια βρέμοντα E.Tr.519 (lyr.): metaph., mountainous, colossal, οὐ. ἄχη A.Pers.573 (lyr.); ἡμάρτηκεν οὐράνιόν γ' ὅσον Ar.Ra.1135.
III sky-blue, λίθος κυανωτάτη καὶ οὐρανία ἰδεῖν Philostr.VA1.25.
IV οὐράνιον, τό, name of an eyesalve, Orib. ap. Aët.7.106.
V Adv. οὐρανίως = from the point of view of heaven, opp. γηΐνως, Procl.Sacr.p.148 B.

German (Pape)

[Seite 416] Sp., wie Luc. Dem. enc. 13 auch 2 Endgn, himmlisch, an, in, von dem Himmel; bes. θεοί, die im Himmel wohnen, H. h. Cer. 55; Θέμις, Ἀφροδίτη, Pind. frg. 6. 87 (wie Soph. El. 1053 u. Eur. Hipp. 59); auch οὐράνιαι allein, die Göttinnen, P. 2, 38; ἀστήρ, 3, 75; κίων, 1, 19; auch ὕδατα, Regen, Ol. 10, 2, wie Theophr. auch τὰ οὐράνια allein braucht; Aesch. unterscheidet Ag. 90 θεῶν τῶν τ' οὐρανίων τῶν τ' ἀγοραίων; auch οὐρανία γέννα, Prom. 164; οὐράνιος πόλος, 927; ἄστρα, 1051; αἰθήρ, Soph. O. R. 866 (wie Eur. αἰθέρα οὐράνιον, Hec. 1100); ἀστραπή, O. C. 1465, wo man des Metrums wegen οὐράνια ändert, was adverbialisch zu fassen, vom Himmel, wie etwa ἵππον οὐράνια βρέμοντα, Eur. Troad. 1159, s. aber unten; φῶς, Soph. Ant. 935, der οὐράνια καὶ χθονοστιβῆ einander gegenübersetzt, O. R. 301; οὐρανίων μακάρων, Eur. Herc. Fur. 758; θεοί, El. 1235; u. in Prosa, οὐρανίη Ἀφροδίτη, Her. 4, 59; Plat. Conv. 181 c; ἄκραν ὑπὸ τὴν οὐρανίαν ἁψῖδα πορεύονται, Phaedr. 247 b; θεοί, Legg. VIII, 828 c u. öfter; οὐράνια σημεῖα, Himmels-, Lufterscheinungen, Xen. Cyr. 1, 6, 2; ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον, zum Himmel, Ar. Vesp. 1530. – Auch übertr., gewaltig, groß, den höchslmöglichen Grad einer Sache bezeichnend, ἀμβόασαν οὐράνι' ἄχη, Aesch. Pers. 565; vgl. B-A. 4, 20, ἀνεβόησεν οὐράνιον ὅσον, σημαίνει τὸ ὑπερβεβηκὸς καὶ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ ἧκον; Soph. vrbdt Τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος, Ant. 414, nach den Alten Staubwolke, Andere fassen es in eigentlicher Bdtg, Himmelsleid; aber ἄταν οὐρανίαν φλέγων ist »gewaltig groß« Ai. 194; dah. Ar. Ran. 781. 1131 οὐράνιον ὅσον ἡμάρτηκα, wie θαυμαστὸν ὅσον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 du ciel, céleste;
2 p. ext. merveilleux, prodigieux, très grand;
3 qu'on lève vers le ciel ou qu'on lance vers le ciel.
Étymologie: οὐρανός.

Russian (Dvoretsky)

οὐράνιος: 3, реже 2 (ᾰ)
1 небесный (θεοί HH; ἀστήρ, ὕδατα Pind.; ἀστραπή Soph.; νεφέλαι Arph.);
2 достигающий неба, гигантский (κίων Pind.; πήδημα Eur.): σχέλος οὐράνιον ἐκλακτίζειν или ῥίπτειν шутл. Arph. лягать небо;
3 огромный, безмерный (ἄχη Aesch.): οὐράνιόν γ᾽ ὅσον Arph. ужасно как, до ужаса.

Greek (Liddell-Scott)

οὐράνιος: [ᾰ], -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ἴων. 715, Φοίν. 1729, Πλάτ.˙ - ἐπουράνιος, ἐν τῷ οὐρανῷ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, γέννα Αἰσχύλ. Πρ. 164˙ θεοὶ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 55, Αἰσχύλ. Ἀγ. 90, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 758, Πλάτ., κλ.˙ οὐράνιαι, αἱ θεαί, Πινδ. Π. 2. 70˙ οὐράνιοι, οἱ θεοί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1276˙ ἐπὶ ἰδιαιτέρων θεῶν, Θέμις οὐρ. Πινδ. Ἀποσπ. 6˙ Ζεὺς Καλλ. εἰς Δία 55, κτλ.˙ αἱ οὐρ. θεοί, ἡ Δημήτηρ καὶ ἡ Κόρη, Συλλ. Ἐπιγρ. 23471. 6˙ Ἥρα αὐτόθι 7034˙ Ἔρως αὐτόθι 3157˙ ἴδε Οὐρανία. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν οὐρανόν, ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀστὴρ Πινδ. Π. 3. 175˙ πόλος Αἰσχύλ. Πρ. 430˙ οὐρ. θεᾶς βρέτας, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόν, Εὐρ. Ι. Τ. 986˙ ἀστραπὴ Σοφοκλ. Ο. Κ. 1466 (ἔνθα ὁ Δινδ. ἀποκαθιστᾷ τὸν Αἰολ. τύπον, ὀρανία χάριν τοῦ μέτρου, ἴδε οὐρανός). φῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 944˙ νεφέλαι Ἀριστοφ. Νεφέλ. 316˙ οὐρ. ὕδατα, δηλ. βροχή, Πινδ. Ο. 11. 2˙ οὕτως, οὐρ. ἄχος, ἐπὶ θυέλλης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 418 (ἔνθα δύναται νὰ ἔχῃ μεταφορ. τινα σημασ., ὡς κατωτ. ΙΙ. 2)˙ οὐρ. σημεῖα, τὰ φαινόμενα τῶν οὐρανίων σωμάτων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2˙ οὕτω, τὰ οὐράνια ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 1, 11˙ οὐράνιά τε καὶ χθονοστιβῆ Σοφ. Ο. Τ. 310. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α´, σελ. 753. ΙΙ. ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐξικνούμενος, ὑψηλός μέχρις οὐρανοῦ, οὐράνιος κίων, ἐπὶ τῆς Αἴτνης, Πινδ. ΙΙ. 1. 36˙ ἐλάτης οὐρ. ἄκρος κλάδος Εὐρ. Βάκχ. 1064˙ πήδημα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 860˙ σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζειν, ῥίπτειν, ἀντὶ εἰς οὐρανόν, διὰ λακτίσματος τινάσσειν ὑψηλά, Ἀριστοφ. Σφ. 1492, 1530˙ ἴδε ἐν λ. φλέγω Α. ΙΙ. 2) μεταφορ., ὡς τὸ οὐρανομήκης, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, φοβερός, μανιώδης, οὐρ. ἄχη Αἰσχύλ. Πέρσ. 573˙ οὐράνιόν γ’ ὅσον, ὡς τὸ θαυμάσιον ὅσον, Λατ. immane quantum, Ἀριστοφ. Βάτρ. 781, 1135˙ οὐράνια, ὡς ἐπίρρ., σφοδρῶς, ἵππον οὐρ. βρέμοντα Εὐρ. Τρῳ. 519. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, Διον. Ἀρεοπ. σ. 129.

English (Slater)

οὐρᾰνιος celestial οὐρανίων ὑδάτων (O. 11.2) κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα (P. 1.19) ἀστέρος οὐρανίου (P. 3.75) οὐρανι[ (Pae. 21.2) of gods, εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν fr. 30. 1. ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν Ἀφροδίταν fr. 122. 4. pl. pro subs., of goddesses, ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου (Οὐρανίδα e Σ Mommsen) (P. 2.38)

Spanish

celestial, que habita en el cielo

English (Strong)

from οὐρανός; celestial, i.e. belonging to or coming from the sky: heavenly.

English (Thayer)

οὐράνιον, in classical Greek generally of three term. (Winer's Grammar, § 11,1; Buttmann, 25 (23)) (οὐρανός), heavenly, i. e.
a. dwelling in heaven: ὁ πατήροὐράνιος, L T Tr WH in στρατιᾶς οὐρανίου Tr text WH marginal reading οὐρανοῦ).
b. coming from heaven: οὐρανίῳ ὀπτασία, Homer in Cer. 55; Pindar, Tragg., Aristophanes, others.)

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ουράνιος, -ία -ον, θηλ. και -ος) ουρανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» — τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό
β. «φυτὸν οὐκ ἔγγειον ἀλλὰ οὐράνιον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίσιος, ιδανικός («ουράνια ομορφιά»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ουράνια
ο ουρανός
3. φρ. α) «ουράνιος Πατέρας» — ο θεός
β) «ουράνιο τόξο» — μετεωρολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην εμφάνιση σειράς έγχρωμων ομόκεντρων φωτεινών τόξων στον ουρανό ως αποτέλεσμα της διάθλασης και της ολικής ανάκλασης τών ηλιακών ακτίνων από ένα σύνολο σταγονιδίων νερού, λ.χ. βροχής ή ομίχλης, μέσα στην ατμόσφαιρα
γ) «ουράνια σφαίρα»
αστρον. η φαινομενική σφαίρα με κέντρο το κέντρο της Γης ή τον παρατηρητή, στής οποίας την εσωτερική επιφάνεια φαίνονται ότι είναι στερεωμένα τα διάφορα ουράνια σώματα, όπως λ.χ. ο Ήλιος, οι αστέρες, οι πλανήτες και οι δορυφόροι τους, οι αστερισμοί, οι γαλαξίες κ.ά. δ) «ουράνιος κύκλος» — καθεμιά από τις νοητές γραμμές που υποτίθεται ότι είναι χαραγμένες πάνω στην ουράνια σφαίρα και οι οποίες χρησιμεύουν για τον καθορισμό τών συντεταγμένων τών ουράνιων σωμάτων καθώς και τών φαινομένων κινήσεών τους
ε) «ουράνιος χάρτης» — χάρτης ενός τμήματος ή ολόκληρου του ουρανού
στ) «μηχανική τών ουράνιων σωμάτων» και «ουράνια μηχανική» — κλάδος της αστρονομίας που μελετά την κίνηση τών φυσικών ή τεχνητών σωμάτων του κοσμικού διαστήματος
νεοελλ.-μσν.
θεϊκός
αρχ.
1. αυτός που φτάνει μέχρι τον ουρανό
2. μτφ. ο υπερβολικά μεγάλος, τεράστιος, φοβερός («βαρὺ δ' ἀμβόασον οὐράνι' ἄχη» Αισχύλ.)
3. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ οὐράνιοι
οι θεοί
5. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ οὐράνιαι
οι θεές
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οὐράνια
i) τα ουράνια φαινόμενα
ii) οι βροχές
iii) αγώνες στη Σπάρτη
7. το ουδ. ως ουσ. το ουράνιον
ονομασία κολλυρίου
8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ουράνια
με σφοδρότητα, με μανία
9. φρ. «ουράνια σημεία» — τα φαινόμενα τών ουράνιων σωμάτων.
επίρρ...
οὐρανίως (Α)
1. από τον ουρανό
2. από τον θεό.

Greek Monotonic

οὐράνιος: [ᾰ], -α, -ον και -ος, -ον,
I. 1. επουράνιος, αυτός που προέρχεται ή βρίσκεται στον ουρανό, αυτός που κατοικεί στον ουρανό· οὐράνιοι θεοί, σε Αισχύλ., Ευρ.· το οὐράνιαι μόνο του, θεές, σε Πίνδ.
2. γενικά, αυτός που ανήκει, που βρίσκεται στον ουρανό, που προέρχεται απ' αυτόν, ἀστήρ, στον ίδ.· πόλος, σε Αισχύλ.· οὐράνιον βρέτας, αυτό που έπεσε από τον ουρανό, σε Ευρ.· οὐράνια ὕδατα, δηλ. βροχή, σε Πίνδ.· οὐράνιον ἄχος, λέγεται για καταιγίδα, σε Σοφ.
II. 1. αυτός που φτάνει τον ουρανό, ψηλός ως τον ουρανό, οὐράνιος κίων, λέγεται για την Αίτνα, σε Πίνδ.· ἐλάτης οὐράνιος κλάδος, σε Ευρ.· σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζειν, ῥίπτειν, εκτινάζω κλωτσώντας ως τον ουρανό, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., τεράστιος, φοβερός, μανιώδης, οὐρανία ἄχη, σε Αισχύλ.· οὐράνιόν γ' ὅσον, όπως το θαυμάσιον ὅσον, Λατ. immane quantum, σε Αριστοφ.· οὐράνια, ως επίρρ., σφοδρώς, βιαίως, σε Ευρ.

Middle Liddell

οὐρά˘νιος, η, ον
I. heavenly, of or in heaven, dwelling in heaven, οὐρ. θεοί Aesch., Eur.; οὐράνιαι alone, the goddesses, Pind.
2. generally, in or of heaven, ἀστήρ Pind.; πόλος Aesch.; οὐρ. βρέτας fallen from heaven, Eur.; οὐρ. ὕδατα, i. e. rain, Pind.; οὐρ. ἄχος, of a storm, Soph.
II. reaching to heaven, high as heaven, οὐρ. κίων, of Aetna, Pind.; ἐλάτης οὐράνιος κλάδος Eur.; σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζειν, ῥίπτειν to kick up sky-high, Ar.
2. metaph. enormous, awful, furious, οὐρ. ἄχη Aesch.; οὐράνιόν γ' ὅσον, like θαυμάσιον ὅσον, Lat. immane quantum, Ar.: —οὐράνια, as adv. vehemently, Eur.

Chinese

原文音譯:oÙr£nioj 烏拉你哦士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:看見 向上(的)
字義溯源:在天上的,天上的,天;源自(οὐρανός)*=天)
出現次數:總共(8);太(6);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 天(6) 太5:48; 太6:14; 太6:26; 太6:32; 太15:13; 路2:13;
2) 天上的(1) 徒26:19;
3) 在天上(1) 太23:9

English (Woodhouse)

celestial, in the firmament, in the sky, of the firmament, of the sky

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον celestial, que habita en el cielo de dioses Ἄνουβι, θεὲ ἐπίγειε καὶ ὑπόγειε καὶ οὐράνιε Anubis, dios terrestre, subterráneo y celestial P XVIIa 3 γεννᾷς γὰρ σὺ πάντα ἐπὶ χθονὸς, ... ἀστροδία καὶ οὐρανία pues tú creas todo en la tierra, tú que caminas por el aire, celestial (ref. a Afrodita-Selene) P IV 2559 P IV 2562 P IV 2853 χαῖρε, ἄρχουσα οὐρανία, βασιλεύουσα τῶν ἀνθρώπων te saludo, gobernadora celestial, que reinas sobre los hombres P LXXII 18 μέγας οὐ., εἰλῶν τὸν κόσμον grande celestial, tú que haces girar el cosmos P LXXI 2 δόξα σοι, οὐράνιε βασιλεῦ gloria a ti, rey celestial C 3 11 ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, θεοὶ οὐράνιοι καὶ ἐπίγειοι καὶ ἀέρ<ι>οι καὶ ἐπιχθόνιοι os invoco, dioses celestiales, de la tierra, del aire y subterráneos P XII 67 P XII 216 P I 265 P IV 852 κύριε, χαῖρε, ... ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανίων θεῶν señor, te saludo a ti, el rey de los dioses celestiales P XII 185 σε καλῶ, ... τὸν ἐπ' οὐρανίων σκῆπτρον βασίλειον ἔχοντα a ti te llamo, el que sostiene el cetro real sobre los seres celestiales P IV 262 de démones ἵνα μοι ἦν ὑπήκοος πᾶς δαίμων οὐ. καὶ αἰθέριος para que me sirva todo demon celestial y etéreo P V 166