λειπανδρέω

Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

German (Pape)

[Seite 24] von Männern verlassen sein, Mangel an Männern haben, Strab. 6, 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

λειπανδρέω: καὶ ἕτερα σύνθετα ἀρχόμενα ἀπὸ τοῦ λειπ-, λειπο-, ἢ λειφ- ἐκ τοῦ λείπω, διορθωτέα ἅπαντα παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. λῐπ- πρὸ φωνήεντος ψιλουμένου, λιφπρὸ φωνήεντος διασυνομένου, λιπο- πρὸ συμφώνου, ὡς ἀποδεικνύει ἡ ἀνεξαίρετος χρῆσις τῶν ποιητῶν, ἴδε Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 239, Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησαυρῷ τοῦ Ἑρ. Στεφ. Ὅθεν βλέπε λιπανδρέω, λιπομαρτυρίου, λιποστρατία, λιποταξία, λιποψυχέῳ, λίφαιμος, κτλ.