ἀντίσχω

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

   A = ἀντέχω (q.v.), Hp.Fract.11, S.Ph.830 (lyr.), Th.1.7 [codd. often confuse -ίσχων, -ισχών].

German (Pape)

[Seite 261] p. = αντέχω, z. B. ὄμμασι Soph. Phil. 830; Thuc. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσχω: τύπ. ἰσοδύναμ. τῷ ἀντέχω (ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀγμ. 759, Σοφ. Φ. 830, Θουκ. 1. 7· ἀλλὰ τὸ ἀντίσχειν εὕρηται πολλάκις ὡς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀπαρ. τοῦ βϳ ἀορ. ἀντισχεῖν.