οἰκείως
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (Woodhouse)
intimately, in a friendly way, in friendly way, on friendly terms
French (Bailly abrégé)
adv.
familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;
Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.
Étymologie: οἰκεῖος.
Russian (Dvoretsky)
οἰκείως:
1 подходящим образом, как следует (λέγεσθαι Plat.);
2 благожелательно, дружественно (διακεῖσθαί τινι Xen. и πρός τι Polyb.);
3 по-дружески, по-приятельски, запросто (ἔχειν πρός τινα Thuc.; χρῆσθαί τινι Polyb.; διαλέγεσθαί τινι Thuc.).
Greek Monotonic
οἰκείως: βλ. οἰκεῖος: φιλικά, με οικειότητα, σε Θουκ., Ξεν. προσφιλώς, ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.