Adv.
A more exceedingly, Ev.Marc.14.31.
ἐκπερισσῶς: ἐπίρρ. ἔτι μᾶλλον, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδʹ, 31 Λαχμ., ἀλλ᾿ ἡ συνήθ. γρ. εἶναι ἐκ περισσοῦ.