μεταλλευτήρ

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

German (Pape)

[Seite 149] ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὀδούς, Paul. Sil. Ecphr. 204.

Greek Monolingual

μεταλλευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μεταλλευτής, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. μεταλλακ-τήρ)].