ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
[Seite 943] τό, Werkzeug od. Materie zum Glänzendmachen, zum Poliren, Diosc.
στίλβωτρον: τό, ἐργαλεῖον ἢ ὕλη πρὸς στίλβωσιν, καλλυντικὸν μέσον, μυρωδικόν, «βερνίκι», Διοσκ. 1. 33.