τέρχνος
English (LSJ)
εος, τό,
A twig, young shoot, Max.502, Hsch.; also τρέχνος, εος, τό, AP15.25 (Besant., pl.), Hsch.: τὰ τέρχνιja or τρέχνιja plants, young trees, Inscr.Cypr.135.9H. II τέρχνεα· . . ἐντάφια, Hsch. (Cf. ταρχύω.)
German (Pape)
[Seite 1095] εος, τό, auch τρέχνος, Ast, Zweig, sp. D.