τρέχνος
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
εος, τό, = τέρχνος, a twig, AP15.25.6 (Besant.Ara), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1138] τό, dor, = τέρχνος, Dosiad. ara (XV, 25).
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
dor. c. τέρχνος.
Russian (Dvoretsky)
τρέχνος: εος τό дор. ветвь, ветка Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τρέχνος: -εος, τό, = τέρχνος, Ἀνθ. Π. 15. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρέχνος· στέλεχος, κλάδος, φυτόν, βλάστημα».
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. τέρχνος.
Greek Monotonic
τρέχνος: -εος, τό, κλαδάκι, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
a twig, Anth.
τρέχνος, ος, εος, τό,
a twig, Anth. [deriv. uncertain]