καταξενόω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

German (Pape)

[Seite 1367] gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.

Greek (Liddell-Scott)

καταξενόω: ὑποδέχομαι τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, γίνομαι δεκτὸς ὡς ξένος, φιλοξενοῦμαι, κατεξενωμένος Αἰσχύλ. Χο. 706.