διαστροβέω

Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A stir up, πέλαγος Trag.Adesp.391.    2 = διασοβέω, Alciphr.3.9.

German (Pape)

[Seite 604] durchwirbeln, θύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

διαστροβέω: στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. πέλαγος Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.