διασοβέω
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
A scare away, Plu.2.133a; διασεσόβηται ὁ γάμος Hld.7.26.
II agitate, excite, Alciphr.Fr.5, Agath.3.11:—Pass., to be excited, be puffed up, Plu.2.32d.
Spanish (DGE)
I 1ahuyentar, alejar, ὥσπερ Ἁρπυίας τὰς ὀρέξεις διασοβήσει ταῖς Μούσαις = con ayuda de las Musas alejará sus apetitos como si de Harpías se tratara Plu.2.133a, glos. a διαροθεῦντα Hsch., en v. pas. ἡ μὲν μυῖα φοβουμένη τῷ πάσχειν κακῶς καὶ διασοβεῖσθαι πολλάκις = la mosca es temerosa porque es maltratada y constantemente ahuyentada Plu.2.728a, por el miedo κυνός ποτ' ἐπενεχθέντος διασοβηθείς D.L.9.66.
2 disolver, romper en v. pas. Ἀχαιμένει ... ὁ γάμος διασεσόβεται Hld.7.26.8.
II 1excitar, inflamar, enardecer de amor μία νῦν ἐστιν ἡ τὴν Ἑλλάδα ὅλην διασοβοῦσα γυνή Alciphr.Fr.5, de fervor revolucionario ὃ δὴ καὶ μᾶλλον αὐτοὺς ἀνεκίνει καὶ διεσόβει Agath.3.11.1, cf. en v. pas. Lex.A. δ 10, EM 270.36G.
2 intr. en v. med. ser arrogante, ensoberbecerse μὴ διασοβεῖσθαι μηδ' ἐπαίρεσθαι τοῖς παρὰ τῶν πολλῶν ἐπαίνοις = no mostrarse arrogante ni orgulloso ante los elogios de la muchedumbre Plu.2.32d.
German (Pape)
[Seite 602] 1) auseinander scheuchen, treiben; Plut. u. a. Sp.; διασεσόβηται ὁ γάμος, die Heirath ist aus einander gegangen, Heliod. 7, 26. – 2) aufscheuchen, in Bewegung setzen, τὴν Ἑλλάδα Alciphr. frg. 5. – Med., hoffährtig sein. μὴ δ. μηδὲ ἐπαίρεσθαι τοῖς ἐπαίνοις. Plut. de aud. poet. 10.
French (Bailly abrégé)
διασοβῶ :
1 disperser en effrayant;
2 agiter vivement, exciter ; Pass. être excité, être arrogant.
Étymologie: διά, σοβέω.
Russian (Dvoretsky)
διασοβέω:
1 распугивать, разгонять (τὰς ὀρέξεις ταῖς Μούσαις Plut.);
2 med. кичиться (μὴ δ. μήδ᾽ ἐπαίρεσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διασοβέω: ἀποδιώκω διὰ τοῦ φόβου, Πλούτ. 2. 133Α· διασεσόβηται ὁ γάμος Ἡλιόδ. 7. 26. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἐξεγείρω, Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. ‒ Παθ., ἐξεγείρομαι, ἀλαζονεύομαι, Πλούτ. 2. 32Α.