ψευδοποιός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1395] falsch machend, πονηρία Din. 2, 4, nach der vulg., Bekker hat δευσοποιός geschrieben.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που χρησιμοποιεί το ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ποιός].
[Seite 1395] falsch machend, πονηρία Din. 2, 4, nach der vulg., Bekker hat δευσοποιός geschrieben.
-όν, Α
αυτός που χρησιμοποιεί το ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ποιός].