ναύποδες
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
German (Pape)
[Seite 232] οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. ναυσίποδες.
Greek (Liddell-Scott)
ναύποδες: «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ναυσίποδες.