ναύποδες
From LSJ
German (Pape)
[Seite 232] οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. ναυσίποδες.
Greek (Liddell-Scott)
ναύποδες: «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ναυσίποδες.
Greek Monolingual
ναύποδες (Μ)
(κατά τον Φώτ.) «οἱ νησιῶται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + πούς, ποδός. Έχει προταθεί η διόρθωση της λ. σε ναυσίποδες.