συμποσιαστής

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, der mittrinkt u. mitschmauset, der Gast, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμποσιάζω
αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
αρχ.
μέλος θρησκευτικού ομίλου.