ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
[Seite 1404] ὁ, die Seele zerstörend, tödtend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).
ψῡχοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ καταστρέφων ἢ φονεύων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 9. 524.