βαλανίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A acorn-shaped, β. λίθος a precious stone, Plin.HN37.149. II β. βίος of those who live on acorns, Eust. 1859.47.
German (Pape)
[Seite 428] ὁ, eichelartig, -förmig, λίθοι, eine Art Edelsteine, bei Plin. H. N. 37. 55; – βίος Eust. ad Od. 19, 166; – = βαλανείτης Pol. 30, 20.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνίτης: [ῑ], ὁ, βαλάνου σχῆμα ἔχων, β. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 10.