βαλανείτης

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνείτης Medium diacritics: βαλανείτης Low diacritics: βαλανείτης Capitals: ΒΑΛΑΝΕΙΤΗΣ
Transliteration A: balaneítēs Transliteration B: balaneitēs Transliteration C: valaneitis Beta Code: balanei/ths

English (LSJ)

βαλανείτου, ὁ, = βαλανεύς (bath-man, balneator, bath attendant), Plb. 30.29.4.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bañero πρὶν ἢ τὸν βαλανείτην τὸ μὲν ὕπαρχον ὕδωρ ἀφεῖναι πᾶν, ἕτερον δὲ καθαρὸν ἐγχέαι Plb.30.29.4.

German (Pape)

[Seite 428] ὁ, = βαλανεύς, VLL.; em. für βαλανίτης Pol. 30, 20.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνείτης: ου ὁ Polyb. = βαλανεύς.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνείτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 30. 20, 4.

Greek Monolingual

βαλανείτης, ο (Α)
ο βαλανεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον ή βαλανεύς.