βαλανείτης
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
βαλανείτου, ὁ, = βαλανεύς (bath-man, balneator, bath attendant), Plb. 30.29.4.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bañero πρὶν ἢ τὸν βαλανείτην τὸ μὲν ὕπαρχον ὕδωρ ἀφεῖναι πᾶν, ἕτερον δὲ καθαρὸν ἐγχέαι Plb.30.29.4.
German (Pape)
[Seite 428] ὁ, = βαλανεύς, VLL.; em. für βαλανίτης Pol. 30, 20.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλᾰνείτης: ου ὁ Polyb. = βαλανεύς.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνείτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 30. 20, 4.
Greek Monolingual
βαλανείτης, ο (Α)
ο βαλανεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον ή βαλανεύς.