ἐωρέω
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
German (Pape)
[Seite 1134] = αἰωρέω, Hesych. Auch D. Sic. 18, 42 ist ἐωρήσας Lesart der Handschriften.
Greek (Liddell-Scott)
ἐωρέω: ἐώρημα, ἐώρησις, ἐωρίζω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς αἰωρ-· πρβλ. μετέωρος, -ίζω·