θυλακίσκιον

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

German (Pape)

[Seite 1222] τό, dim. zum Folgdn, Ar. bei Poll. 10, 172, Bekker aber lies't θυλακίσκος.

Greek Monolingual

θυλακίσκιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυλακίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσ-ιον, παιδ-ίον)].