θυλακίσκιον
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
German (Pape)
[Seite 1222] τό, dim. zum Folgdn, Ar. bei Poll. 10, 172, Bekker aber lies't θυλακίσκος.
Greek Monolingual
θυλακίσκιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυλακίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσιον, παιδίον)].
Russian (Dvoretsky)
θῡλᾰκίσκιον: τό мешочек Arph.