ἀβλάβεια

Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A freedom from harm, σαρκός Plu.2.1090b; for A.Ag. 1024 v. εὐλάβεια.    II Act., harmlessness, Cic. Tusc.3.8.16.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, 1) Unversehrtheit, σαρκός Plut. Non Posse 5. – 2) Unschädlichkeit, Unschuld, Cic. Tusc. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβλάβεια: ἡ, ἔλλειψις βλάβης, ἀκεραιότης, Λατ. incolumitas· Πλουτ. 2. 1090Β. Περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 1024, ὅρα λέξ. εὐλάβεια. ΙΙ. ἐνεργ. τὸ μὴ βλάπτειν, Λατ. innocentia, Κικ. Τουσκ. 3. 8.