ἀβλάβεια
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from harm, σαρκός Plu.2.1090b; for A.Ag. 1024 v. εὐλάβεια. II Act., harmlessness, Cic. Tusc.3.8.16.
German (Pape)
[Seite 3] ἡ, 1) Unversehrtheit, σαρκός Plut. Non Posse 5. – 2) Unschädlichkeit, Unschuld, Cic. Tusc. 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβλάβεια: ἡ, ἔλλειψις βλάβης, ἀκεραιότης, Λατ. incolumitas· Πλουτ. 2. 1090Β. Περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 1024, ὅρα λέξ. εὐλάβεια. ΙΙ. ἐνεργ. τὸ μὴ βλάπτειν, Λατ. innocentia, Κικ. Τουσκ. 3. 8.