εὐλάβεια
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ, Ion.
A εὐλαβίη Thgn.118, Agathoin PLGiip.268 B.:—discretion, caution, Thgn. l.c., Agathol.c., etc.; ἐσῴζετ' ἂν τὴν -ειαν S.El.994; personified in E.Ph.782; ἡ εὐ. σῴζει πάντα Ar.Av.376; εὐλάβειαν ἔχειν μή…, = εὐλαβεῖσθαι μή... Pl.Prt. 321a; so εὐ. αὕτη… τὸ μὴ νέους… γεύεσθαι caution to present their tasting, Id.R.539b; εὐλαβείας οὐ μικρᾶς δεῖται, εὐ. ἐστὶ πολλῆς, D.19.262, Arist.Pol.1269a14; εὐ. ποιητέον περί τινας ib.1315a17; δι' εὐλαβείας ἔχειν ἀλλήλους D.H. 5.38; ἐπ' εὐλαβεία… προείρηται by way of caution, Pl.R. 539d;ἐπ' εὐλαβείᾳ in A.Ag.1024 is f.l. for ἐπ' ἀβλαβείᾳ, cf. Sch. ad loc.
2 c. gen., caution or discretion in a thing, πολλὴ εὐ. τούτων ποιητέα Antipho 3.3.11; εὐλάβειαι πληγῶν avoidance of... Pl.Lg.815a; τῶν αἰσχρῶν Arist.EN1121b24; ηὑλάβεια τῶν ποιουμένων S.OC116; εὐλάβειαν τῶνδε προυθέμην Id.El.1334; ἡ τῶν περιεχόντων εὐλάβεια careful employment of... Phld.D.3 Fr.32.
3 reverence, piety, πρὸς or περὶ τὸ θεῖον, D.S.13.12, Plu. Num.22 (but also πρός τινα Ph.2.581): abs., godly fear, Ep.Hebr.5.7, 12.28; religious scruple, οὐδεμίαν εὐ. προορωμένων UPZ42.21 (ii B.C.).
b astitle, ἡ σὴ εὐλάβεια = your reverence, PFlor. 73.7 (vi A.D.).
4 in bad sense, overcaution, timidity, Plu.Fab.1, 2.432e; εὐλαβίη γὰρ ἀπειρίη Aret.CA1.2.
German (Pape)
[Seite 1077] ἡ, das Wesen u. Benehmen des εὐλαβής, Bedächtigkeit, Vorsicht; εὐλ. τῶν ποιουμένων Soph. O. C. 116; εὐλάβειαν τῶνδε προὐθέμην ἐγώ, ich habe mich in Acht genommen, El. 1326; ἡ γὰρ εὐλ. σώζει πάντα Ar. Av. 377; εὐλάβειαν ἔχων μή Plat. Prot. 321 a; μία εὐλ. αὕτη τὸ μὴ γεύεσθαι, daß sie nicht kosten, Rep. VII, 539 a; εἰς φόβον καὶ συκοφαντίας εὐλάβειαν καθιστάντες Dem. 23, 15; ταῦτα εὐλαβείας οὐ μικρᾶς δεῖται 19, 262, wie εὐλαβείας ἂν δόξειεν εἶναι πολλῆς, man muß sehr vorsichtig sein, sich hüten, Arist. polit. 2, 8; – ἡ πρὸς τὸ θεῖον εὐλάβεια, Scheu vor Gott, Gottesfurcht, D. Sic. 13, 12; Plut. Camill. 21 u. öfter, u. a. Sp., auch περὶ τὸ θεῖον, Acmil. Paul. 3; – πληγῶν εύλάβεια, das sich Hüten vor den Hieben, Pariren derselben, Plat. Legg. VII, 815 a; δι' εὐλαβείας ἔχειν τινά, sich vor Einem in Acht nehmen, D. Hal. 5, 38. – Im übeln Sinne, Unentschlossenheit, Plut. Fab. Max. 1; auch = Furchtsamkeit, Hdn. 5, 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 précaution, circonspection ; prudence;
2 timidité, crainte ; particul. crainte des dieux ; piété en gén.
Étymologie: εὐλαβής.
Russian (Dvoretsky)
εὐλάβεια: ἡ
1 осторожность, осмотрительность: σώζειν τὴν εὐλάβειαν Soph. соблюдать осторожность; εὐλάβειαν ἔχων μή … Plat. остерегаясь, как бы не …; ηὐλάβεια (= ἡ εὐ.) τῶν ποιουμένων Soph. осмотрительность в действиях;
2 увертывание, избегание (αἱ εὐλάβειαι πασῶν πληγῶν καὶ βελῶν Plat.; τῶν αἰσχρῶν Arst.);
3 почтение, уважение, благоговение (πρὸς Diod., Plut. и περὶ τὸ θεῖον Plut.);
4 опасение, воздержание (τῶν παιδικῶν ἡδονῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐλάβεια: ἡ, Ἰων. -ίη, Θέογν. 118: ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ τρόπος τοῦ εὐλαβοῦς, διάκρισις, προσοχή, πρόβλεψις, Θέογν. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Σιμωνίδ. 111, Gaisf., κλ.· ἐσῴζετ᾿ ἂν τὴν εὐλάβειαν, θὰ ἐνεθυμεῖτο τὴν προσοχήν, Σοφ. Ἠλ. 994· προσωπ. ἐν Εὐρ. Φοίν. 782· ἡ εὐλ. σῴζει πάντα Ἀριστοφ. Ὄρν. 377· εὐλάβειαν ἔχειν μὴ..., = εὐλαβεῖσθαι μὴ..., Πλάτ. Πρωτ. 321Α· οὕτως, εὐλ. αὕτη... τὸ μὴ νέους... γεύεσθαι, ἡ προσοχὴ πρὸς κώλυσιν αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νὰ..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539Α· εὐλαβείας δεῖται πολλῆς, εὐλαβείας ἐστὶ πολλῆς Δημ. 425. 5, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 22· εὐλάβειαν ποιεῖσθαι περί τι αὐτόθι 5. 11, 28· δι᾿ εὐλαβείας ἔχειν τινὰ Διον. Ἁλ. 5. 38· ἐπ᾿ εὐλαβείᾳ... προείρηται, χάριν προσοχῆς, Πλάτ. Πολ. 539D· τὸ ἐπ᾿ εὐλαβείᾳ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1024 πιθαν. εἶναι γλώσσημα· ὁ Τρικλίνιος προὔτεινεν ἐπ᾿ ἀβλαβείᾳ, ἑπόμενος τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ Σχολ. «ὥστε μὴ βλαβῆναι». 2) μετὰ γεν., προσοχὴ ἢ διάκρισις ἔν τινι πράγματι, εὐλάβειά τινος ποιητέα Ἀντιφῶν 123. 43· εὐλάβειαι πληγῶν, ἀποφυγή, Πλάτ. Νόμ. 815Α· τῶν αἰσχρῶν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 39· πρβλ. ηὑλάβεια τῶν ποιουμένων Σοφ. Ο. Κ. 116· εὐλάβειαν προὐθέμην τῶνδε ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1334. 3) σεβασμός, εὐσέβεια, εὐλάβεια, πρὸς ἢ περὶ τὸ θεῖον Διόδ. 13. 12, Πλουτ. Κάμιλλ. 21. Νουμ. 22· ἀπολ., φόβος τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. πρὸς Ἐβρ. ε΄, 7, ιβ΄, 28, πρβλ. Πλούτ. 2. 432Ε. 4) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὴ προσοχή, δειλία, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 1.
English (Strong)
from εὐλαβής; properly, caution, i.e. (religiously) reverence (piety); by implication, dread (concretely): fear(-ed).
English (Thayer)
εὐλαβείας, ἡ, "the character and conduct of one who is εὐλαβής (which see);
1. caution, circumspection, discretion: Sophocles, Euripides, Plato, Demosthenes, following; the Sept. πρόνοια, Plutarch, Marcell. 9; used of the prudent delay of Fabius Maximus, Polybius 3,105, 8; ἡ ἐυλαβεοα σῴζει πάντα, Aristophanes an. 377; equivalent to avoidance, πληγῶν, Plato, legg. 7, p. 815a., et al. (in which sense Zeno the Stoic contrasts ἡ εὐλάβεια, caution, as a εὔλογος ἐκκλισις, a reasonable shunning, with ὁ φόβος, (Diogenes Laërtius 7,116, cf. Cicero, Tusc. 4,6, 13).
2. reverence, veneration: ἡ πρός τό θεῖον εὐλάβεια Diodorus 13,12; Plutarch, Camill. 21; de ser. hum. vind. c. 4, and elsewhere; πρός τούς νόμους, Plutarch, Ages. 15; Θεοῦ, objec. genitive, Philo, Cherub. § 9; simply reverence toward God, godly fear, piety: ἀπό, II:2b.; see below).
3. fear, anxiety, dread: דְּאָגָה, Josephus, Antiquities 11,6, 9; Plutarch, Fab. 1 (the εὐβουλία of Fabius seemed to be εὐλάβεια); Song of Solomon, most probably, in ἀπό, I:3d.), for by using this more select word the writer, skilled as he was in the Greek tongue, speaks more reverently of the Son of God than if he had used φόβος. (Synonym: see δειλία, at the end; cf. Trench, § xlviii.; Delitzsch on Hebrews 5:7.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) ευλαβής
1. το ήθος και ο τρόπος του ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῖον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ.
β. «ἐκανε μ' ευλάβεια το σταυρό του»)
2. ο φόβος, το δέος προς τον θεό («ἐν εὐλαβείᾳ προσκυνήσω σοι ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», Κύριλλ.)
μσν.-αρχ.
1. (γενικά) σεβασμός, ευσέβεια
2. ο φόβος
3. ως προσφώνηση φιλοφρονητική προς ιερωμένους («παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. διάκριση, προσοχή, πρόβλεψη (α. «ἐσῴζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν» — θα θυμόταν την προσοχή, Σοφ.
β. «ἐπ' εὐλαβείᾳ» — χάριν προσοχής, Πλάτ.)
2. αποφυγή, διαφυγή («εὐλάβειαι πληγῶν», Πλάτ.)
3. θρησκευτική προσοχή, ηθικός φραγμός
4. προσεκτική χρήση κάποιου πράγματος
5. (με κακή σημ.) α) φιλυποψία
β) δειλία, ατολμία
5. θρησκεία, πίστη, θρησκευτική ζωή.
Greek Monotonic
εὐλάβεια: Ιων. -ίη, ἡ (εὐλαβής),
1. συστολή, σέβα, προσοχή, πρόβλεψη, προφύλαξη, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· εὐλάβειαν ἔχεινμή... = εὐλαβεῖσθαι μή..., σε Πλάτ.· εὐλαβείας δεῖται, χρειάζεται, απαιτεί προσοχή, σε Δημ.· ἐπ' εὐλαβείᾳ, χάριν προσοχής, σε Πλάτ.
2. με γεν., προσοχή ή προφύλαξη σε κάτι, σε Σοφ.
3. σεβασμός, ευλάβεια, ευσέβεια, περὶ τὸ θεῖον, σε Πλούτ.· απόλ., φόβος θεού, σε Καινή Διαθήκη
4. με αρνητική σημασία, υπερβολική προσοχή, δειλία, ατολμία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐλαβής
1. discretion, caution, circumspection, Theogn., Soph., etc.; εὐλάβειαν ἔχειν μή… = εὐλαβεῖσθαι μή…, Plat.; εὐλαβείας δεῖται it requires caution, Dem.; ἐπ' εὐλαβείᾳ by way of caution, Plat.
2. c. gen. caution or discretion in a thing, Soph.
3. reverence, piety, περὶ τὸ θεῖον Plut.: absol. godly fear, NTest.
4. in bad sense, over-caution, timidity, Plut.
Chinese
原文音譯:eÙl£beia 由-拉卑阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:好-得著(著) 相當於: (פָּחַד)
字義溯源:謹慎,敬畏,敬畏神,尊敬,敬虔,虔誠;源自(εὐλαβής)=虔誠的);由(εὖ / εὖγε)=好)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自 (εὐρύχωρος)X*=善
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 敬虔(1) 來12:28;
2) 虔誠(1) 來5:7
English (Woodhouse)
Translations
shyness
Belarusian: сарамлі́васць; Breton: abafded, abafder; Catalan: timidesa, timiditat; Chinese Mandarin: 羞怯; Min Nan: pì-sù; Czech: plachost, stydlivost; Danish: genert; Finnish: ujous; French: timidité; Galician: timidez; German: Schüchternheit, Scheu, Scheuheit; Greek: ντροπαλότητα, ντροπαλοσύνη; Ancient Greek: αἰδοσύνη, αἰσχύνη, αἰσχυντηλία, ἀτολμία, δειλία, δειλίη, εὐλάβεια, εὐλαβίη, πτακισμός, σεμνότης, τὸ αἰσχυντηλόν, ὑποστολή; Hausa: kunya; Irish: cotadh; Kurdish Central Kurdish: شەرم; Latin: verecundia; Latvian: biklums, biklība; Malayalam: ലജ്ജ, നാണം; Maori: ninihi; Polish: nieśmiałość; Portuguese: timidez; Romanian: timiditate; Russian: скромность, застенчивость; Spanish: timidez; Swahili: soni; Telugu: బిడియం; Turkish: utangaçlık; Ukrainian: соромливість, сором'язливість