ἀντιπίπτω
English (LSJ)
A collide, Arist.Pr.915b18; fall upon, ταῖς σπείραις Plb.3.19.5. 2 resist, ἀντιπῖπτον resisting body, Arist.Pr.961b3; ἀ. τινί Act.Ap.7.51; μηδὲν ἀντιπεσόντα without demur, UPZ36.21 (ii B.C.); τῆς φράσεως οὐκ -ούσης A.D.Adv.123.5; εἰ μηδὲν -πίπτει POxy.1473.20 (iii A. D.), cf. Aët.16.73; ἀντιπῖπτον an objection, Phlp.in Mete.58.3; ἡ τοῦ ἀντιπίπτοντος λύσις Aps.p.238H. 3 of circumstances, to be adverse, τινί Plb.16.2.1, etc.: abs., τῆς τύχης -ούσης ib.28.2; of contrary winds, 4.44.9; tell against, conflict with (fact or theory), Phld.Sign.8, al. II to fall in a contrary direction, αἱ σκιαί Str. 2.1.19.
German (Pape)
[Seite 258] (s. πίπτω), entgegenfallen, Arist. probl. 16, 13; dah. widerstreiten, widersprechen, Plut. Thes. 28 u. öfter. Bes. häufig bei Pol., z. B. von widrigem Winde, 4, 44; ὁ νόμος ἀντιπίπτει τούτῳ 25, 9; πρός τι 22, 5; absol., ungünstig ausfallen (anders, secus), 10, 37 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἐναντίον τινός, ἀπαντῶ ἐμπόδιον, Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 13, 1., 26. 4· ― συναντῶ ἐχθρόν, τινὶ ἢ πρός τινα Πολύβ. 3. 19, 5., 4. 44, 9. 2) ἀνθίσταμαι, ἀντιπῖπτον, ἀνθιστάμενον, Ἀριστ. Πρόβλ. 32. 13· ἀντ. τινὶ Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 51. 3) ἐπὶ περιστάσεων, εἶμαι ἐναντίος, τινὶ Πολύβ. 16. 2, 1, κτλ.: ἀπολ., ὁ αὐτ. 16. 28, 2. ΙΙ. πίπτω εἰς ἐναντίαν διεύθυνσιν, αἱ σκιαὶ Στράβ. 76.